Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Ματωμένες απίδες, αποσπάσματα

Ο μονόλογος του Αισχύλου σταμάτησε λίγο αλλά κανείς δεν μίλησε. Ήταν τόσο το βάρος των σκέψεων που ανακαλούσε ο άνδρας αυτός που δεν θέλησε κανείς να πει τίποτα.
«Από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής μου» συνέχισε την αφήγησή του ο Αισχύλος, «ειδικά τώρα που τείνει προς το τέλος της και μπορώ να τις κρίνω, ήταν σίγουρα η μέρα που θα ανέβαζα την πρώτη μου παράσταση. Θυμάμαι αυτή τη μέρα σαν να ήταν χθές, και όμως πάνε τόσα χρόνια από τότε».
«Φαντάζομαι και παραλληλήζω αυτή τη στιγμή δάσκαλε» έκανε κοιτώντας στοργικά ο Πίνδαρος, «με την πρώτη δημόσια απαγγελία ύμνου μου σε Ολυμπιακούς αγώνες».
«Τότε φίλε μου καταλαβαίνεις» χαμογέλασε ο Αισχύλος.
«Ο Διόνυσος δεν άνηκε στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, όμως είναι γνωστός από τα αρχαία χρόνια και τιμάται σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στις Ιωνικές πόλεις. Μεταξύ αυτών και στην Αθήνα. Ιερή μανία καταλαμβάνει τους ανθρώπους κατά τις ιεροτελεστίες αφήνοντας τους να ξεφύγουν από την καταναγκαστική καθημερινότητα, μέσα από την ελευθεριότητα και την σωματική όσο και ψυχική μέθη.
Τα στεφάνια κισσού, οι μεταμφιέσεις με τρυγία, οι ουρές και τα κέρατα για τη μίμηση των ακολούθων του Θεού, τους Σελινούς, ωθούσαν τους πιστούς στην έκσταση. Τώρα Ελαφηβολιώνας και οργιαστική άνοιξη πλέον, για έξη μέρες θα εορτάζονταν τα εν άστυ μεγάλα Διονύσια. Κορύφωση οι θεατρικές παραστάσεις που θα έπαιρνα μέρος.
Δύο μέρες πριν την αρχή των παραστάσεων, την όγδοη μέρα του μήνα, που ήταν αφιερωμένη στον Ασκληπιό καταφέραμε επιτέλους να ολοκληρώσουμε την παράσταση με τον τρόπο που είχα φανταστεί. Ο χορός, οι ηθοποιοί και εγώ ως δημιουργός, στεφανωμένοι όλοι με κισσούς σε γιορταστική ατμόσφαιρα ήπιαμε το ιερό ποτό του Θεού, το κρασί και διασκεδάσαμε για πρώτη φορά χαλαρωμένοι από το άγχος.
Μέχρι τώρα δεν καταφέραμε να πάρουμε μέρος στις υπόλοιπες εορταστικές εκδηλώσεις. Όλοι ένιωθαν ότι το δικαιούμασταν.
Τραγουδήσαμε, χορέψαμε προς τιμή του Διόνυσου και μέσα από τη γιορτή εξιλεωθήκαμε για την απουσία μας από τις εκδηλώσεις. Μέσα από το γλέντι πλησιάσαμε για λίγο τη θεία φύση. Ήμουν έτοιμος πια. Έτοιμος για ένα φόρο τιμής που περίμενα δέκα ολόκληρα χρόνια να αποτείσω.
Τώρα πλέον κατευθυνόμασταν νότια της ακροπόλεως στο θέατρο που ήταν αφιερωμένο στο Διόνυσο.
Η πομπή κατέληξε στο ναό του Θεού για τη θυσία που θα έβαζε τους πολίτες σε κατάσταση κατάνυξης. Έβλεπα τη μητέρα μου με την άκρη του ματιού μου, περήφανη για μένα, να χαμογελά συνεχώς και έπαιρνα κουράγιο.
Οι φωνές από τα πρόβατα και τις κατσίκες που οδηγουνταν στο θυσιαστήριο τρυπούσαν τα αυτιά μου.
Ο ηγέτης της πομπής και της πόλης, έκοψε με το μαχαίρι του συμβολικά τις τρίχες από το πρώτο σφαγίο και οι ιερείς άρχισαν τις θυσίες.
Το αίμα του, που έβαψε το βωμό και άρχιζε να ρέει αχνίζοντας, ήταν οι επικλήσεις για την ευημερία της πόλης και των πολιτών. Ήταν το ελάχιστο ευχαριστήριο για την Άνοιξη και τους καρπούς που θα αναμέναμε πλέον να αποδώσει η Φύση, η Δήμητρα και η Κόρη σε μάς μετά από τόσα χρόνια πολέμου, θανάτων και καταστροφών.
Η πομπή μετά τη θυσία συνέχισε στο θέατρο. Εκστασιασμένος παρακολουθούσα τη σφαγή-θυσία του κάπρου και τον εξαγνισμό του χώρου με το αίμα του. Ο θεός είχε πλέον κληθεί. Είχε κληθεί να είναι παρόν στην κορύφωση του εορτασμού προς τιμή του. Στους αγώνες της Τραγωδίας.
Το πλήθος πήρε τη θέση του στο θέατρο και έπρεπε να καθοριστούν πλέον η σειρά που θα παρουσιαστούν οι παραστάσεις καθώς και οι κριτές του αγώνα. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία στην κλήρωση της σειράς, αλλά ευνοήθηκα από τους Θεούς. Θα παρουσίαζα την τελευταία μέρα. Αυτό σήμαινε ότι οι κριτές θα είχαν πιο πρόσφατη τη δική μου παράσταση. Αν και με τις καινοτομίες που θα παρουσίαζα δεν ήξερα αν αυτό θα λειτουργούσε υπέρ μου. Οι θεοί ξέρουν καλύτερα.
Μετά ο κήρυκας κάλεσε τους δέκα που θα ήταν οι κριτές. Από το κατάλογο των πολιτών, δέκα τυχαίοι πολίτες θα αναλάμβαναν αυτό το έργο. Πολλές φορές είχα την εντύπωση ότι ο τρόπος που λειτουργούσε η πόλη άφηνε ένα μεγάλο μέρος στη θεία πρόνοια ή απλώς στην τυφλή τύχη.
Ακούστηκε το σάλπισμα και ο κήρυκας ανάγγειλε το όνομα του πρώτου διαγωνιζόμενου.
Παρακολουθούσα με προσοχή όλες τις παραστάσεις. Ειλικρινά δεν ξέρω ποιά θα βαθμολογούσα αν ήμουν κριτής. Ευτυχώς δεν είχα τέτοιο έργο. Ένωσα την ψυχή μου με τη συναισθηματική φόρτιση των υπολοίπων θεατών και παρακολουθούσα και γώ. Δύο ή τρεις διαγωνιζόμενοι την ημέρα.
Τα χειροκροτήματα και οι επιφημίες στην παράσταση του Φρύνιχου, την προτελευταία, έδειχναν το ποιόν του προικισμένου αυτού δημιουργού. Σηκώθηκα και γω και χειροκροτούσα αν και ήξερα ότι τώρα ήταν η σειρά μου. Μόλις σταμάτησαν οι επιφημίες και οι φωνές κατέβηκα προς τα παρασκήνια.
Οι ηθοποιοί μου ήταν ήδη ντυμένοι και φορούσαν τις μάσκες τους. Ρίγος σε διαπερνά βλέποντάς τους ντυμένους έτσι. Τα ρούχα δείχνουν τη θέση τους και τη διάθεσή τους. Τα θεϊκά σύμβολα ξεχώριζαν τους θεούς, ποδήρεις χιτώνες για ήρωες, βασιλείς και βασίλισσες. Οι κόθρονοι, τα ψηλά υποδήματα έδιναν μια μεγαλοσύνη. Για μιά στιγμή αφαιρέθηκα και απλώς τους κοίταξα με δέος.
‘Αισχύλε’ με ξύπνησε ο Φωκέας, ‘είμαστε έτοιμοι. Μόλις αδειάσει η σκηνή θα βάλουν το σκηνικό. Ελπίζω οι νεωτερισμοί σου να αρέσουν δάσκαλε’.
Το ‘δάσκαλε’ με έκανε να κοκκινίσω και προκάλεσε το μειδίαμα των υπολοίπων.
‘Μην ανησυχείς Φωκέα’ απάντησα, ‘το έχουν ήδη φέρει, μη ξεχνάτε την κίνηση από τις εισόδους και τις εξόδους. Μην ανησυχείτε για τίποτα. Απλώς ζήστε το σαν Διονυσιακό δράμα που είναι και οι θεοί θα σας ανταμείψουν’.
Έσφιξα το χέρι του κάθε ηθοποιού και χορευτή χαμογελώντας. Εκείνη τη στιγμή περνούσε ο Φρύνιχος, χαμογελαστός από την αποδοχή που είχε το έργο του και στάθηκε μπροστά μου.
‘Πάλι θα κερδίσεις το βραβείο Φρύνιχε’ είπα καθώς συναντήθηκαν τα βλέμματά μας.
‘Μηδέ προ του τέλους μακάριζε’ είπε ο σοφός άντρας. ‘Περιμένω με αγωνία την παράστασή σου νέε μου’ είπε και μου έσφιξε το χέρι.
Αυτό μου έδωσε κουράγιο και έλυσε την ψυχή το νου και το σώμα των ηθοποιών μου. Χαμογέλασα και γύρισα το κεφάλι μου προς την σκηνή.
‘Αισχύλος, γιός του Ευφορίωνα’ φώναξε ο κήρυκας.
Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του Αισχύλου, όπως και από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους.
Ο Αισχύλος κόμπιασε λίγο. Έφερε ένα ποτήρι κρασί στα χείλη του καταπράυνε τον ξεραμένο λάρυγγά του.«Πρώτη φορά πρωτοδιαγωνιζόμενος κέρδισε το πρώτο βραβείο. Δεν το λέω αυτό με καμία έπαρση φίλοι μου. Η τιμή ήταν άμετρη. Ζούσα την κάθε στιγμή εκείνης της ημέρας πιο έντονα απ΄οτιδήποτε ως τότε. Βραβείο ένα στεφάνι από κισσό και οι επιφημίες του κοινού. Αλήθεια δεν υπάρχει μεγαλύτερο βραβείο από το να αγωνίζεσαι για την τιμή. Ο Φρύνιχος με πλησίασε και με ασπάστηκε, αφού με αγκάλιασε προηγουμένως πολύ σφιχτά στα γέρικα μπράτσα του.
Στην πόλη η ανησυχία για την τύχη του στρατεύματος ήταν έκδηλη. Οι υπερασπιστές της Αθήνας όλες τις μέρες συγκεντρωνόταν με τον οπλισμό τους κάτω από την Ακρόπολη και περίμεναν υπομονετικά. Φρουρές και περιπολίες ερχόταν και ενημέρωναν σε τακτά διαστήματα. Ο Φειδιπείδης είχε ήδη ενημερώσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν θα ερχόταν άμεσα και ο κόσμος ήταν φοβισμένος. Ο ήλιος είχε περάσει το ψηλότερο σημείο του ουρανού και πήγαινε προς τη δύση όταν αναταραχή ξέσπασε.
«Ένας οπλίτης, ένας οπλίτης» ακούστηκε μια φωνή και κάποιος έδειξε.
«Υποχωρούμε. Τα στρατεύματά μας υποχωρούν άτακτα» ακούστηκε μια άλλη φωνή και πανικός άρχισε να καταλαμβάνει το πλήθος που είχε αρχίσει να μαζεύεται.
«Πίσω θα ακολουθούν οι μυριάδες Μήδοι» ακούστηκε μια τρίτη φωνή φέρνοντας νέα αναταραχή.
«Αν υποχωρούσαν τα στρατεύματά μας άτακτα» φώναξε ο Ευφορίωνας «με τον εχθρό να τους καταδιώκει δεν θα φορούσαν πλήρη οπλισμό. Μην γίνεστε προάγγελοι κακών πριν μάθετε τα νέα πολίτες».
Ο κόσμος ησύχασε. Ο Ευφορίωνας κινήθηκε προς το πρυτανείο ακολουθούμενος από το πλήθος. Έφτανσαν τη στιγμή που έφτανε εκεί ο οπλίτης. Εκείνος έπεσε στα σκαλιά του πρυτανείου μόλις έφτασε, πήρε μια βαθιά ανάσα και έβγαλε την περικεφαλαία του.
«Φειδιπείδη, μα τους θεούς» έκανε έκπληκτος ο Ευφορίωνας. «Φίλε μου, τι θαύμα κοιτούν τα μάτια μου. Δεν πρόλαβες να γυρίσεις από τη Σπάρτη και έτρεξες στο Μαραθώνα. Τώρα, με το αίμα νωπό ακόμη στην αρματωσιά σου και τις πληγές από τη μάχη ανοικτές είσαι στην Αθήνα».
Το πλήθος τον κοιτούσε αποσβολωμένο. Οι μύς του δεν από την κούραση δεν τον βοηθούσαν πια. Στήριξε το βάρος του πάνω στην ασπίδα του. Ανάσανε βαριά και γυρνώντας τη ματιά του ένα γύρω κοιτόντας όλους τους πολίτες που είχαν μαζευτεί.
‘Νενικήκαμεν’ φώναξε. Έκανε να πει τα υπόλοιπα που είχε διαταχθεί να μεταφέρει όμως δεν έβγαινε φωνή πό το στόμα του. Ξανασυγκέντρωσε τα τελευταία ψήγματα ικμάδας. ‘Νενικήκαμεν’ φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει και ξεψήχυσε εκεί.
Το πλήθος συνέχισε για κάποιες στιγμές να τον κοιτάει καθώς κείτονταν νεκρός μπροστά στα σκαλοπάτια του πρυτανείου. Κάποιοι δάκρυσαν.
«Πάρτε τον άνδρες. Σηκώστε τον. Δεν του πρέπει να μένει νεκρός στο έδαφος» είπε ο Αρμόδωρος που είχε μείνει επικεφαλής των δυνάμεων στην πόλη.
Όλοι κινήθηκαν προς το μέρος του νεκρού άντρα και τον σηκώσανε με τα χέρια τους πάνω από τα κεφάλια τους. Το άψυχο σώμα του Φειδιπείδη άρχισε να περνά πάνω από όλο το πλήθος καθώς όλοι ήθελαν να ακουμπήσουν αυτόν τον ήρωα, τον ημίθεο. Βουβά οι Αθηναίοι σχημάτισαν μια γραμμή εώς μέσα στο πρυτανείο και το σώμα αποτέθηκε μέσα στην κεντρική αίθουσα πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Αρμόδωρος έβαλε στο στόμα του μια Αττική δραχμή ώστε να πληρώθεί ο βαρκάρης και τον φίλησε στα μάγουλα.
«Για να περάσεις στον Άδη φίλε μου» ψυθήρισε στο αυτί του νεκρού, «και από εκεί στα Ηλίσια πεδία με τον Αχιλέα και τους άλλους μακάριους θνητούς». Ένα δάκρυ κύλησε και έσταξε πάνω στο μέτωπο του νεκρού.
Ένας ένας οι Αθηναίοι εισέρχονταν στην αίθουσα και με ένα φιλί απόδιδαν τιμη στον ήρωα.
Αποσπάσματα από το ιστορικό μου μυθιστόρημα με τίτλο "Ματωμένες ασπίδες" που κυκλφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις "Ενάλιος"

http://www.enalios.gr/product_info.php?cPath=27&products_id=415

4 σχόλια:

Φοίβη είπε...

εχω την εντύπωση ότι πρεπει να σε βαφτίσω εκ νέου...

θα πάρω το βιβλίο πρώτα και θα επανέλθω με τα λάδια και τις πετσέτες...

μου αρέσε αυτό που διάβασα, ο τροπος που γράφεις...κι έχω διαβάσει αρκετά στη ζωή μου.
με εξέπληξες...δεν γράφεις και πολλά στο blog και δεν το περίμενα..

τα σέβη μου

Φοίβη!

kopria είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια..
Δεν γράφω στομπλόγκ γιατί δεν έχω χρόνο και οι εικόνες λένε αρκετά και γίνονται γρήγορα...

μιά φορά κι ἕναν τρελλό... είπε...

Μου άρεσε πολύ η γραφή σου. Κυλάει χωρίς κόμπους. Έτσι όπως πρέπει να είναι ο μυθιστοριματικός λόγος.

Είμαι και ψωνισμένη με το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος οπότε ευχαριστήθηκα πολύ την ανάρτηση! Θα κοιτάξω και για το βιβλίο!

kopria είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

Συνολικές προβολές σελίδας