Μπορείτε να διαβάσετε το 1ο από τα 3 αποσπάσματα που θα ανεβάσω μέχρι την έκδοση. Αυτό είναι από το πρώτο κεφάλαιο.
Ουρλιαχτά πόνου ανακατευόταν με ιαχές επίθεσης, επιθανάτιους ρόγχους και τους ήχους των όπλων που χτυπάνε ή σπάνε. Μέσα στο σκοτάδι οι αυτοεξόριστοι πολεμιστές από το Άργος έπεφταν κατά κύματα πάνω στη γιγάντια μορφή που στεκόταν στο χείλος του γκρεμού. Και κατά κύματα πέθαιναν.
Κραυγές αγωνίας έσβηναν στον νυχτερινό άνεμο καθώς άντρες εκτοπιζόταν από την άκρη του γκρεμού και έπεφταν στην θάλασσα για να μην ξανασηκωθούν ποτέ.
Άλλοι σωριαζόταν νεκροί μπροστά σε μια θηριώδη μορφή που φαινόταν ακλόνητη στα χτυπήματα των σπαθιών. Ο χαλκός έμοιαζε ανίκανος να κρατήσει την ορμή των χτυπημάτων του άντρα, πόσο μάλλον η σάρκα, οι μυς ή τα οστά.
Πολλοί γενναίοι άντρες είχαν σταλεί στον Άδη και άλλοι τόσοι θα πήγαιναν. Οι οπλίτες είχαν αρχίσει να χάνουν το ηθικό τους και ήταν θέμα χρόνου να υποχωρήσουν και να γίνουν βορά στις ορέξεις αυτού που ήταν θήραμά τους.
Τότε, τη στιγμή που ο χρόνος ισορροπεί για να ακολουθήσει κατεύθυνση άγρια χλιμιντρίσματα ακουστήκαν και ποδοβολητό. Οι Αργείοι άνοιξαν το σχηματισμό τους και ανάμεσα εμφανίστηκαν σε όλο τους το μεγαλείο τα τέσσερα άλογα του βασιλιά. Στο ελάχιστο φως άστραψαν τα τρομερά χάλκινα σαγόνια τους και τα σάλια τους φανέρωναν την βουλιμία τους για τη σάρκα που είχαν τόσο καιρό στερηθεί.
Τα κόκκινα μάτια τους εστίασαν μόνο στον ξένο που θεώρησαν εχθρό τους και τροφή τους. Πίσω, στο σκαλισμένο χάλκινο άρμα που έσερναν ο Διομήδης κρατούσε ο ίδιος τα γκέμια και ούρλιαζε σαν δαιμονισμένος.
Μπροστά ακριβώς από τον ξένο, που για πρώτη φορά κλονίστηκε από τη θέση του τα τέσσερα άλογα σηκώθηκαν στα δυο τους πόδια για να ποδοπατήσουν την μορφή που πισωπατούσε και μετά κατέβηκαν για να τον συνθλίψουν με τις χάλκινες οπλές τους.
Το έδαφος τραντάχτηκε και η θηριώδης μορφή έπεσε στο γκρεμό πίσω του μαζί με ένα κομμάτι του χείλους που αποκολλήθηκε από το χτύπημα των ίππων.
«Τον σκότωσες άνακτα» του είπε ο Σθένελος που πρώτος έτρεξε να κοιτάξει κάτω.
«Μόνος του πήδηξε Σθένελε» έκανε σαν αγρίμι που του κλέψαν την τροφή από το στόμα ο Διομήδης.
«Όπως και να’χει βασιλιά πάει, τελείωσε» προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Σθένελος.
Ο Διομήδης γύρισε προς τα ανήσυχα άλογά του και τα πλησίασε με απορία.
«Κοίτα» είπε μετά τραβώντας τον Σθένελο κοντά του.
«Μα τον Δία άνακτα. Τα άλογα αυτά δεν είναι από τούτο τον κόσμο. Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα σταματήσει, πόσο μάλλον να τα ματώσει αφήνοντας τα αποτυπώματα των δάχτυλών του στη σάρκα τους» είπε ο Σθένελος.
«Άνθρωπος δεν μπορεί να το κάνει αυτό σύντροφε» είπε ο Διομήδης. «Γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι σκοτώθηκε. Μετά από χρόνια απραξίας σε τούτο τον βάρβαρο τόπο οι θεοί στέλνουν μια πρόκληση αντάξια της δόξας που αφήσαμε πίσω στην Ελλάδα».
«Θα το κυνηγήσουμε άνακτα;» ρώτησε ο Σθένελος.
«Δεν θα θυσιάσω άλλων αντρών τη ζωή πιστέ μου φίλε. Μόνος θα πάω» απάντησε ο Διομήδης καθώς είχαν ανέβει και οι δύο στο άρμα και ο Σθένελος οδηγούσε το τέθριππο πίσω στην πόλη.
«Και η πόλη βασιλιά; Θα μείνει απροστάτευτη χωρίς εσένα» είπε προβληματισμένος ο πιστός του φίλος.
«Η πόλη που έχει στο ναό της το Παλλάδιο φίλε μου δεν πρόκειται να πέσει» απάντησε κοφτά ο Διομήδης μην αφήνοντας περιθώρια να μεταστραφεί η άποψή του.
«Εντάξει λοιπόν άνακτα. Αλλά ζήσαμε όλη τη ζωή μαζί για να μείνω πίσω τώρα. Ότι μοίρα σε περιμένει είναι και δική μου» είπε ο Σθένελος και σταμάτησε το άρμα και κοίταξε τον βασιλιά του στα μάτια.
«Ας είναι λοιπόν Σθένελε» του χαμογέλασε ο Διομήδης. «Είτε για τη δόξα είτε για το θάνατο».
Ουρλιαχτά πόνου ανακατευόταν με ιαχές επίθεσης, επιθανάτιους ρόγχους και τους ήχους των όπλων που χτυπάνε ή σπάνε. Μέσα στο σκοτάδι οι αυτοεξόριστοι πολεμιστές από το Άργος έπεφταν κατά κύματα πάνω στη γιγάντια μορφή που στεκόταν στο χείλος του γκρεμού. Και κατά κύματα πέθαιναν.
Κραυγές αγωνίας έσβηναν στον νυχτερινό άνεμο καθώς άντρες εκτοπιζόταν από την άκρη του γκρεμού και έπεφταν στην θάλασσα για να μην ξανασηκωθούν ποτέ.
Άλλοι σωριαζόταν νεκροί μπροστά σε μια θηριώδη μορφή που φαινόταν ακλόνητη στα χτυπήματα των σπαθιών. Ο χαλκός έμοιαζε ανίκανος να κρατήσει την ορμή των χτυπημάτων του άντρα, πόσο μάλλον η σάρκα, οι μυς ή τα οστά.
Πολλοί γενναίοι άντρες είχαν σταλεί στον Άδη και άλλοι τόσοι θα πήγαιναν. Οι οπλίτες είχαν αρχίσει να χάνουν το ηθικό τους και ήταν θέμα χρόνου να υποχωρήσουν και να γίνουν βορά στις ορέξεις αυτού που ήταν θήραμά τους.
Τότε, τη στιγμή που ο χρόνος ισορροπεί για να ακολουθήσει κατεύθυνση άγρια χλιμιντρίσματα ακουστήκαν και ποδοβολητό. Οι Αργείοι άνοιξαν το σχηματισμό τους και ανάμεσα εμφανίστηκαν σε όλο τους το μεγαλείο τα τέσσερα άλογα του βασιλιά. Στο ελάχιστο φως άστραψαν τα τρομερά χάλκινα σαγόνια τους και τα σάλια τους φανέρωναν την βουλιμία τους για τη σάρκα που είχαν τόσο καιρό στερηθεί.
Τα κόκκινα μάτια τους εστίασαν μόνο στον ξένο που θεώρησαν εχθρό τους και τροφή τους. Πίσω, στο σκαλισμένο χάλκινο άρμα που έσερναν ο Διομήδης κρατούσε ο ίδιος τα γκέμια και ούρλιαζε σαν δαιμονισμένος.
Μπροστά ακριβώς από τον ξένο, που για πρώτη φορά κλονίστηκε από τη θέση του τα τέσσερα άλογα σηκώθηκαν στα δυο τους πόδια για να ποδοπατήσουν την μορφή που πισωπατούσε και μετά κατέβηκαν για να τον συνθλίψουν με τις χάλκινες οπλές τους.
Το έδαφος τραντάχτηκε και η θηριώδης μορφή έπεσε στο γκρεμό πίσω του μαζί με ένα κομμάτι του χείλους που αποκολλήθηκε από το χτύπημα των ίππων.
«Τον σκότωσες άνακτα» του είπε ο Σθένελος που πρώτος έτρεξε να κοιτάξει κάτω.
«Μόνος του πήδηξε Σθένελε» έκανε σαν αγρίμι που του κλέψαν την τροφή από το στόμα ο Διομήδης.
«Όπως και να’χει βασιλιά πάει, τελείωσε» προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Σθένελος.
Ο Διομήδης γύρισε προς τα ανήσυχα άλογά του και τα πλησίασε με απορία.
«Κοίτα» είπε μετά τραβώντας τον Σθένελο κοντά του.
«Μα τον Δία άνακτα. Τα άλογα αυτά δεν είναι από τούτο τον κόσμο. Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα σταματήσει, πόσο μάλλον να τα ματώσει αφήνοντας τα αποτυπώματα των δάχτυλών του στη σάρκα τους» είπε ο Σθένελος.
«Άνθρωπος δεν μπορεί να το κάνει αυτό σύντροφε» είπε ο Διομήδης. «Γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι σκοτώθηκε. Μετά από χρόνια απραξίας σε τούτο τον βάρβαρο τόπο οι θεοί στέλνουν μια πρόκληση αντάξια της δόξας που αφήσαμε πίσω στην Ελλάδα».
«Θα το κυνηγήσουμε άνακτα;» ρώτησε ο Σθένελος.
«Δεν θα θυσιάσω άλλων αντρών τη ζωή πιστέ μου φίλε. Μόνος θα πάω» απάντησε ο Διομήδης καθώς είχαν ανέβει και οι δύο στο άρμα και ο Σθένελος οδηγούσε το τέθριππο πίσω στην πόλη.
«Και η πόλη βασιλιά; Θα μείνει απροστάτευτη χωρίς εσένα» είπε προβληματισμένος ο πιστός του φίλος.
«Η πόλη που έχει στο ναό της το Παλλάδιο φίλε μου δεν πρόκειται να πέσει» απάντησε κοφτά ο Διομήδης μην αφήνοντας περιθώρια να μεταστραφεί η άποψή του.
«Εντάξει λοιπόν άνακτα. Αλλά ζήσαμε όλη τη ζωή μαζί για να μείνω πίσω τώρα. Ότι μοίρα σε περιμένει είναι και δική μου» είπε ο Σθένελος και σταμάτησε το άρμα και κοίταξε τον βασιλιά του στα μάτια.
«Ας είναι λοιπόν Σθένελε» του χαμογέλασε ο Διομήδης. «Είτε για τη δόξα είτε για το θάνατο».
2 σχόλια:
αναμένω part two.
μ αρέσει η ιδέα για θρίλερ με σκηνικό, το τότε.
σιγά σιγά... να ανεβεί η περιέργια και το σασπένς (λέμε τώρα)
Δημοσίευση σχολίου